Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἑρμηνεύω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ερμηνεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἑρμηνεύω   ἑρμηνεύομαι 
Παρατατικός  ἡρμήνευον   ἡρμηνευόμην 
Μέλλοντας  ἑρμηνεύσω    _ & ἡρμηνεύθην 
Αόριστος  ἡρμήνευσα 
Παρακείμενος  ἡρμήνευκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύ(ς) + -εύω

ἑρμηνεύω

  1. εξηγώ, αναπτύσσω, διασαφηνίζω
  2. διερμηνεύω, μεταφράζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

μετοχές:

απαρέμφατα

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]