ἑρμηνεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἑρμηνεύω
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἑρμηνεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Τύποι του ρήματος[επεξεργασία]
Σε αρχαία κείμενα απαντώνται οι τύποι ἑρμηνεύω, ἡρμήνευον (παρατατικός), ἑρμηνεύσω (μέλλοντας) και ἡρμήνευσα (αόριστος). Ο παρακείμενος ἡρμήνευκα θεωρείται μεταγενέστερος. Απαντά επίσης ο παθητικός ενεστώτας ἑρμηνεύομαι, ενώ ο αντίστοιχος παρατατικός ἡρμηνευόμην καθώς και ο αόριστος ἡρμηνεύθην θεωρούνται επίσης μεταγενέστεροι. Η μετοχή παθ. παρακειμένου ἡρμηνευμένοι απαντά και σε αρχαία κείμενα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- διερμηνεύω (μεταγενέστερο, μάλλον της ελληνιστικής εποχής)