μειοδοτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μειοδοτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μειοδοτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μειοδοτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

μειοδοτικώς

Πηγές[επεξεργασία]