μελλοντικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελλοντικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μελλοντικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μελλοντικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
μελλοντικώς
Πηγές[επεξεργασία]
- μελλοντικώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)