μεροληπτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεροληπτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μεροληπτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μεροληπτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

μεροληπτικώς

Πηγές[επεξεργασία]