μεταγγίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταγγίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταγγίζω, < μεταγγ(ίζω) + -ίζομαι


Ρήμα[επεξεργασία]

μεταγγίζομαι, πρτ.: μεταγγιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταγγιστώ, αόρ.: μεταγγίστηκα, μτχ.π.π.: μεταγγισμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]