μηχανογραφήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μηχανογραφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανογραφώ
  2. θα μηχανογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανογραφώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μηχανογραφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηχανογράφηση