μηχανοργανώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μηχανοργανώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανοργανώνω
  2. θα μηχανοργανώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανοργανώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

μηχανοργανώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηχανοργάνωση