μηχανοργανώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μηχανοργανώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανοργανώνω
- θα μηχανοργανώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανοργανώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μηχανοργανώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηχανοργάνωση