μικροσκοπήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μικροσκοπήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του μικροσκόπηση
- εναλλακτικά: μικροσκόπησης
μικροσκοπήσεως θηλυκό