μνημονική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μνημονική (el) θηλυκό

  • η μελέτη της μνήμης
    1. συμπεριφορικά
    2. φυσιολογικά

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μνημονική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]