μονιμοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μονιμοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονιμοποιώ
- θα μονιμοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονιμοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μονιμοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μονιμοποίηση