μονολατρισμοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μονολατρισμοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του μονολατρισμός
μονολατρισμοί αρσενικό