μονόχειρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόχειρη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μονόχειρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονόχειρη θηλυκό
- θηλυκό του μονόχειρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόχειρη
|