μονώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μονώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονώνω
- θα μονώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μονώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μόνωση