μοριακό βάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοριακό βάρος < μοριακό + βάρος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική molecular mass)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μοριακό βάρος ουδέτερο

  • (χημεία) η μάζα ενός μεμονωμένου μορίου ενός χημικού στοιχείου ή μιας χημικής ένωσης σε σύγκριση με τη μάζα ενός νουκλεονίου του ισοτόπου άνθρακα 12 (¹²C), και συγκεκριμένα ο αριθμός που δείχνει πόσες φορές είναι μεγαλύτερη η μάζα του μορίου από το ¹/₁₂ της μάζας του ¹²C

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]