μορφέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορφέα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορφέα θηλυκό
- (ιατρική) εντοπισμένο σκληρόδερμα ή εντοπισμένη σκληροδερμία (morphea), νόσος αυτοάνοσης φύσης