μουστακάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουστακάτος < μουστάκ(α) / μουστάκ(ιν) + -άτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουστακάτος αρσενικό

  1. που έχει μουστάκι
    → δείτε και τη λέξη μουστάκης (που έχει μεγάλο μουστάκι)
  2. (και για ψάρια όπως το μπαρμπούνι)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μουστάκιον

Πηγές[επεξεργασία]