μουτλάκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουτλάκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutlak (απόλυτος, απολύτως, οπωσδήποτε) < αραβική مطلق (muṭlaq) (απόλυτος, απεριόριστος, ελεύθερος)

Επίρρημα[επεξεργασία]

μουτλάκ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]