μουτλάκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουτλάκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutlak (απόλυτος, απολύτως, οπωσδήποτε) < αραβική مطلق (muṭlaq) (απόλυτος, απεριόριστος, ελεύθερος)
Επίρρημα[επεξεργασία]
μουτλάκ
- (παρωχημένο) οπωσδήποτε, απολύτως
- ※ Ὁ Ἀλῆς ἀφήσας αὐτούς νὰ ἐπανέλθωσιν ἀνενοχλήτως εἰς τὰς πατρικὰς ἑστίας, ὕστερον τοῖς ἐπρόβάλλεν ὅτι, ἂν τῷ ὄντι ἐπιθυμοῦσι νὰ ζήσωσι μετ’ αὐτοῦ εἰρηνικῶς, πρέπει νὰ τῷ παραδώσωσι τὸν Βλαχάβαν. “Τὸν παπα–Θύμιο ἀβόλετο ὅπου καὶ νὰ τὸν ντέσουν / μουτλάκ νὰ μοῦ τὸν πιάσουνε αὐτοὶ καὶ νὰ τὸν δέσουν.” Τὸ βέβαιον ὅτι οἱ ἀρματολοὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ ἐκπληρώσωσι τὴν προδοτικὴν ἐντολὴν τοῦ αἱμοβόρου σατράπου· πλὴν οὗτος προλαβών εἶχε συλλάβει τὴν μεταξὺ τούτων καὶ τοῦ Βλαχάβα ἀλληλογραφίαν, καὶ πλαστογραφήσας ἐπιστολὴν τῶν Λαζαίων, ἐν ᾗ προσεκαλεῖτο ἄνω τῆς Κατερίνης ἐν ὡρισμένῃ ἡμερᾳ καὶ ὥρᾳ, συνέλαβεν αὐτὸν ἅμα ἀποβάντα διὰ τῶν ἐκεῖ ἐνεδρευόντων πολυαρίθμων Ἀλβανῶν. (Κωνσταντίνος Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ἑλλάς: ἱστορικὸν δοκίμιον περὶ τῶν πρὸς ἀποτίναξιν τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ ἐπαναστάσεων τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (1453–1821), ἐκ τῆς Τυπογραφίας τῶν τέκνων Ἀνδρέου Κορομηλᾶ, Αθήνα 1869, σελ. 591)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουτλάκ
|