μπάρεμου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπάρεμου < οθωμανική τουρκική bari < περσική باری (bâri, "τουλάχιστον", "άπαξ")
Επίρρημα
[επεξεργασία]μπάρεμου
- (κρητικά) Παραδείγματα
- Ε, μπάρεμου πάρε και το σακάκι σου! Ε, τουλάχιστον πάρε και το σακάκι σου!
- Ήντα τον επήρατε μπάρεμου. Τι τον επήρατε τότε.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]μπάρεμου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπάρεμου
|