μπίζνες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπίζνες < αγγλική business

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπίζνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  1. οι εμπορικές δοσοληψίες
  2. (κατ’ επέκταση) ο κόσμος των επιχειρήσεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]