μπλακάουτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπλακάουτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική blackout

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /blaˈka.ut/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπλα‐κά‐ουτ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπλακάουτ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]