μπλακάουτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπλακάουτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική blackout
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /blaˈka.ut/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπλα‐κά‐ουτ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπλακάουτ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπλακάουτ
→ δείτε τη λέξη μπλακ άουτ |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)