μπλόγκερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλόγκερ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπλόγκερ αρσενικό άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπλόγκερ
|