μπον βιβέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπον βιβέρ < αγγλική bon viveur < bon (καλός) + viveur (άνθρωπος που έχει μια ζωή γεμάτη απολαύσεις)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το σωστό, στα γαλλικά, είναι το bon vivant. Στην Ελλάδα, έχει καθιερωθεί το bon viveur, που προέρχεται από τα αγγλικά και αποτελεί παραμόρφωση του προηγούμενου.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπον βιβέρ αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπον βιβέρ