ναυτολογήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ναυτολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναυτολογώ
- θα ναυτολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναυτολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ναυτολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ναυτολόγηση