ναυτολογήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ναυτολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναυτολογώ
  2. θα ναυτολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναυτολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ναυτολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ναυτολόγηση