νεμές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
νεμές θηλυκό
- γενική ενικού του νεμέ
- ※ Η νεμέ έμοιαζε με τα σημερινά σκλαβάκια. Την παίζαμε ως εξής: Μοιραζόμαστε οι παίχτες σε δυο ομάδες. Η πρώτη ομάδα κάρφωνε ένα ραβδί που το λέγαμε νεμέ […]. Λοιπόν οι υπεραστιστές της νεμές είχαν τα μάτια δεκατέσσερα, πρόσεχαν και την παραμικρή κίνηση των αντιθέτων [παιχτών]
- Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, «Παιχνίδα Σαντάς», Αρχείον Πόντου 27 (1965), σ. 135.
- ※ Η νεμέ έμοιαζε με τα σημερινά σκλαβάκια. Την παίζαμε ως εξής: Μοιραζόμαστε οι παίχτες σε δυο ομάδες. Η πρώτη ομάδα κάρφωνε ένα ραβδί που το λέγαμε νεμέ […]. Λοιπόν οι υπεραστιστές της νεμές είχαν τα μάτια δεκατέσσερα, πρόσεχαν και την παραμικρή κίνηση των αντιθέτων [παιχτών]