νευρικῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευρικῶς < νευρικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα[επεξεργασία]
νευρικῶς (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (καθαρεύουσα) ※ Ἡ θεια-Μολώτα, καθὼς ἐκάθητο ἔξωθεν τοῦ ναοῦ, ἅμα εἶδε τὸν Κόλιαν, ἐταράχθη νευρικῶς, ἐστράφη πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ ναοῦ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αλιβάνιστος)
Πηγές[επεξεργασία]
- νευρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.