νευρικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νευρικά < νευρικός +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

νευρικά

  • με νευρικότητα
    ※  περπατούσε νευρικά πέρα δώθε περιμένοντας την απόφαση του δικαστηρίου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

νευρικά