νευρικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]ο πληθυντικός είναι δημώδης
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νευρικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νευρικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του νευρικού, ψυχική υπερένταση, αναστάτωση
- (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) αμηχανία
- (μεταφορικά), (οικονομία) για τιμές ή συμπεριφορές που δεν έχουν κατασταλάξει στην αγορά
- (τεχνολογία) νευρωτικότητα καταγραφής πληροφορίας (δεδομένων ή οπτικοακουστικής), τζιτάρισμα