νομιμοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
νομιμοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νομιμοποιώ
- θα νομιμοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νομιμοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
νομιμοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νομιμοποίηση