ντεκαπάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεκαπάζ θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντεκαπάζ
|