ντεκαπάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντεκαπάζ < γαλλική décapage

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντεκαπάζ θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο

  • η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]