ντογρού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντογρού < (άμεσο δάνειο) τουρκική doğru και → δείτε τη λέξη ντουγρού
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ντογρού και ντουγρού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντογρού