νῦν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νῦν < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *nu, συγγενές με το (λατινικά) nunc και το (αγγλικά) now
Επίρρημα[επεξεργασία]
νῦν
الأن(al'an)=νύν!!