νῦν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νυν

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νῦν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nu. Συγγενές με τη λατινική nunc και την αγγλική now.

Επίρρημα[επεξεργασία]

νῦν