ξάγναντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξάγναντα <ξάγναντο
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξάγναντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ξάγναντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξάγναντο