ξαλλάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαλλάζω < μεσαιωνική ελληνική ξαλάσσω < ξε και ἀλλάσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαλλάζω
- βγάζω τα καλά μου ρούχα και βάζω τα καθημερινά (παλιότερα σε αντιδιαστολή προς το αλλάζω ρούχα, που σήμαινε το αντίθετο, δηλαδή φορώ κάτι καλύτερο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαλλάζω
|