ξαρραβωνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαρραβωνιάζω < ξε + αρραβωνιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαρραβωνιάζω (& ξαρραβωνιάζομαι)

  1. λύνω τη δέσμευση του αρραβώνα, της μνηστείας
    Τους ξαρραβώνιασε ο πατέρας της
  2. (μεταφορικά και παρωχημένο) διαλύω μια σχέση μεταξύ δύο καταστάσεων, μια δέσμευση π.χ. για αγορά όπου είχα δώσει καπάρο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]