ξαστερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ξαστερώνω < ξάστερος

ξαστερώνω

  1. για τον ουρανό, όταν καθαρίζει από τα σύννεφα, την καταχνιά και την ομίχλη και γίνεται αίθριος, όταν ξανοίγει:
    Tώρα που ξαστέρωσε ο ουρανός μπορούμε να ξεκινήσουμε

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Το ρήμα αυτο χρησιμοποιείται στο γ΄πρόσωπο ενικού και πληθυντικού. Η χρήση του στα υπόλοιπα πρόσωπα είναι σπανιότατη.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]