ξαστέρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαστέρωμα < ξαστερώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξαστέρωμα θηλυκό
- η ξαστεριά, το να καθαρίζει ο ουρανός από σύννεφα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαστέρωμα
|