ξελαρυγγίσματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ξελαρυγγίσματος ουδέτερο
- γενική ενικού του ξελαρύγγισμα
ξελαρυγγίσματος ουδέτερο