ξελαρύγγισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξελαρύγγισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξελαρύγγισμα ουδέτερο
- τραγούδισμα ή ομιλία με έντονη φωνή σε σημείο καταπόνησης του λαρυγγιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελαρύγγισμα
|