ξεπαίρνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπαίρνομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπαίρνομαι

  1. επαινώ τον εαυτό μου
  2. βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης, ζάλης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]