ξεροσταλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεροσταλιάζω <
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεροσταλιάζω
- περιμένω κάπου για ώρες κάτω από κακές συνθήκες
- (ειδικότερα) διψάω πολύ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεροσταλιάζω | ξεροστάλιαζα | θα ξεροσταλιάζω | να ξεροσταλιάζω | ξεροσταλιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεροσταλιάζεις | ξεροστάλιαζες | θα ξεροσταλιάζεις | να ξεροσταλιάζεις | ξεροστάλιαζε | |
γ' ενικ. | ξεροσταλιάζει | ξεροστάλιαζε | θα ξεροσταλιάζει | να ξεροσταλιάζει | ||
α' πληθ. | ξεροσταλιάζουμε | ξεροσταλιάζαμε | θα ξεροσταλιάζουμε | να ξεροσταλιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεροσταλιάζετε | ξεροσταλιάζατε | θα ξεροσταλιάζετε | να ξεροσταλιάζετε | ξεροσταλιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεροσταλιάζουν(ε) | ξεροστάλιαζαν ξεροσταλιάζαν(ε) |
θα ξεροσταλιάζουν(ε) | να ξεροσταλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεροστάλιασα | θα ξεροσταλιάσω | να ξεροσταλιάσω | ξεροσταλιάσει | ||
β' ενικ. | ξεροστάλιασες | θα ξεροσταλιάσεις | να ξεροσταλιάσεις | ξεροστάλιασε | ||
γ' ενικ. | ξεροστάλιασε | θα ξεροσταλιάσει | να ξεροσταλιάσει | |||
α' πληθ. | ξεροσταλιάσαμε | θα ξεροσταλιάσουμε | να ξεροσταλιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεροσταλιάσατε | θα ξεροσταλιάσετε | να ξεροσταλιάσετε | ξεροσταλιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεροστάλιασαν ξεροσταλιάσαν(ε) |
θα ξεροσταλιάσουν(ε) | να ξεροσταλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεροσταλιάσει | είχα ξεροσταλιάσει | θα έχω ξεροσταλιάσει | να έχω ξεροσταλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεροσταλιάσει | είχες ξεροσταλιάσει | θα έχεις ξεροσταλιάσει | να έχεις ξεροσταλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεροσταλιάσει | είχε ξεροσταλιάσει | θα έχει ξεροσταλιάσει | να έχει ξεροσταλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεροσταλιάσει | είχαμε ξεροσταλιάσει | θα έχουμε ξεροσταλιάσει | να έχουμε ξεροσταλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεροσταλιάσει | είχατε ξεροσταλιάσει | θα έχετε ξεροσταλιάσει | να έχετε ξεροσταλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεροσταλιάσει | είχαν ξεροσταλιάσει | θα έχουν ξεροσταλιάσει | να έχουν ξεροσταλιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεροσταλιάζω
|