ξεροσταλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεροσταλιάζω <
  1. σταλιάζω
  2. παρετυμολόγηση από το σταλιά

ξεροσταλιάζω

  1. περιμένω κάπου για ώρες κάτω από κακές συνθήκες
  2. (ειδικότερα) διψάω πολύ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]