ξεσαμαρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεσαμαρώνω (παθητική φωνή: ξεσαμαρώνομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξεσαμάρωμα
- ξεσαμάρωτος
- → δείτε τη λέξη σαμάρι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσαμαρώνω | ξεσαμάρωνα | θα ξεσαμαρώνω | να ξεσαμαρώνω | ξεσαμαρώνοντας | |
β' ενικ. | ξεσαμαρώνεις | ξεσαμάρωνες | θα ξεσαμαρώνεις | να ξεσαμαρώνεις | ξεσαμάρωνε | |
γ' ενικ. | ξεσαμαρώνει | ξεσαμάρωνε | θα ξεσαμαρώνει | να ξεσαμαρώνει | ||
α' πληθ. | ξεσαμαρώνουμε | ξεσαμαρώναμε | θα ξεσαμαρώνουμε | να ξεσαμαρώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεσαμαρώνετε | ξεσαμαρώνατε | θα ξεσαμαρώνετε | να ξεσαμαρώνετε | ξεσαμαρώνετε | |
γ' πληθ. | ξεσαμαρώνουν(ε) | ξεσαμάρωναν ξεσαμαρώναν(ε) |
θα ξεσαμαρώνουν(ε) | να ξεσαμαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσαμάρωσα | θα ξεσαμαρώσω | να ξεσαμαρώσω | ξεσαμαρώσει | ||
β' ενικ. | ξεσαμάρωσες | θα ξεσαμαρώσεις | να ξεσαμαρώσεις | ξεσαμάρωσε | ||
γ' ενικ. | ξεσαμάρωσε | θα ξεσαμαρώσει | να ξεσαμαρώσει | |||
α' πληθ. | ξεσαμαρώσαμε | θα ξεσαμαρώσουμε | να ξεσαμαρώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσαμαρώσατε | θα ξεσαμαρώσετε | να ξεσαμαρώσετε | ξεσαμαρώστε | ||
γ' πληθ. | ξεσαμάρωσαν ξεσαμαρώσαν(ε) |
θα ξεσαμαρώσουν(ε) | να ξεσαμαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσαμαρώσει | είχα ξεσαμαρώσει | θα έχω ξεσαμαρώσει | να έχω ξεσαμαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσαμαρώσει | είχες ξεσαμαρώσει | θα έχεις ξεσαμαρώσει | να έχεις ξεσαμαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσαμαρώσει | είχε ξεσαμαρώσει | θα έχει ξεσαμαρώσει | να έχει ξεσαμαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσαμαρώσει | είχαμε ξεσαμαρώσει | θα έχουμε ξεσαμαρώσει | να έχουμε ξεσαμαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσαμαρώσει | είχατε ξεσαμαρώσει | θα έχετε ξεσαμαρώσει | να έχετε ξεσαμαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσαμαρώσει | είχαν ξεσαμαρώσει | θα έχουν ξεσαμαρώσει | να έχουν ξεσαμαρώσει |
|