ξεσαμάρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσαμάρωτος < ξεσαμαρώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεσαμάρωτος
- που δεν έχει σαμάρι
- που δεν δέχεται σαμάρι
- (μεταφορικά) ο ατίθασος
- (μεταφορικά) ο ελεύθερος, ο ανύπαντρος
- (συνεκδοχικά) ο άχρηστος