ξεφυτρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφυτρώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεφυτρώνω
- βλασταίνω, φυτρώνω
- μετά από την πρώτη ανοιξιάτικη βροχή, ξεφυτρώνουν πάλι τα αγριόχορτα στον κήπο
- εμφανίζομαι κάπου ξαφνικά, όπως από το πουθενά
- στο κέντρο τα τουριστικά μαγαζιά αρχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια
- Εδώ καί λίγα χρόνια ξεφύτρωσε μιά καινούρια φιλοσοφική σκολή γνωστή μέ τό όνομα Πραγματισμός. (Πέτρος Βλαστός, Πραγματισμός)