ξεψειρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεψειρίζω < ξε- + ψειρίζω

ξεψειρίζω

  • αφαιρώ μέ προσοχή τις ψείρες από κάποιον

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]