ξεψειρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ξεψειρίζω
- αφαιρώ μέ προσοχή τις ψείρες από κάποιον
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεψειρίζω | ξεψείριζα | θα ξεψειρίζω | να ξεψειρίζω | ξεψειρίζοντας | |
β' ενικ. | ξεψειρίζεις | ξεψείριζες | θα ξεψειρίζεις | να ξεψειρίζεις | ξεψείριζε | |
γ' ενικ. | ξεψειρίζει | ξεψείριζε | θα ξεψειρίζει | να ξεψειρίζει | ||
α' πληθ. | ξεψειρίζουμε | ξεψειρίζαμε | θα ξεψειρίζουμε | να ξεψειρίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεψειρίζετε | ξεψειρίζατε | θα ξεψειρίζετε | να ξεψειρίζετε | ξεψειρίζετε | |
γ' πληθ. | ξεψειρίζουν(ε) | ξεψείριζαν ξεψειρίζαν(ε) |
θα ξεψειρίζουν(ε) | να ξεψειρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεψείρισα | θα ξεψειρίσω | να ξεψειρίσω | ξεψειρίσει | ||
β' ενικ. | ξεψείρισες | θα ξεψειρίσεις | να ξεψειρίσεις | ξεψείρισε | ||
γ' ενικ. | ξεψείρισε | θα ξεψειρίσει | να ξεψειρίσει | |||
α' πληθ. | ξεψειρίσαμε | θα ξεψειρίσουμε | να ξεψειρίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεψειρίσατε | θα ξεψειρίσετε | να ξεψειρίσετε | ξεψειρίστε | ||
γ' πληθ. | ξεψείρισαν ξεψειρίσαν(ε) |
θα ξεψειρίσουν(ε) | να ξεψειρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεψειρίσει | είχα ξεψειρίσει | θα έχω ξεψειρίσει | να έχω ξεψειρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεψειρίσει | είχες ξεψειρίσει | θα έχεις ξεψειρίσει | να έχεις ξεψειρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεψειρίσει | είχε ξεψειρίσει | θα έχει ξεψειρίσει | να έχει ξεψειρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεψειρίσει | είχαμε ξεψειρίσει | θα έχουμε ξεψειρίσει | να έχουμε ξεψειρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεψειρίσει | είχατε ξεψειρίσει | θα έχετε ξεψειρίσει | να έχετε ξεψειρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεψειρίσει | είχαν ξεψειρίσει | θα έχουν ξεψειρίσει | να έχουν ξεψειρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεψειρίζομαι | ξεψειριζόμουν(α) | θα ξεψειρίζομαι | να ξεψειρίζομαι | ||
β' ενικ. | ξεψειρίζεσαι | ξεψειριζόσουν(α) | θα ξεψειρίζεσαι | να ξεψειρίζεσαι | (ξεψειρίζου) | |
γ' ενικ. | ξεψειρίζεται | ξεψειριζόταν(ε) | θα ξεψειρίζεται | να ξεψειρίζεται | ||
α' πληθ. | ξεψειριζόμαστε | ξεψειριζόμαστε ξεψειριζόμασταν |
θα ξεψειριζόμαστε | να ξεψειριζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεψειρίζεστε | ξεψειριζόσαστε ξεψειριζόσασταν |
θα ξεψειρίζεστε | να ξεψειρίζεστε | (ξεψειρίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεψειρίζονται | ξεψειρίζονταν ξεψειριζόντουσαν |
θα ξεψειρίζονται | να ξεψειρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεψειρίστηκα | θα ξεψειριστώ | να ξεψειριστώ | ξεψειριστεί | ||
β' ενικ. | ξεψειρίστηκες | θα ξεψειριστείς | να ξεψειριστείς | ξεψειρίσου | ||
γ' ενικ. | ξεψειρίστηκε | θα ξεψειριστεί | να ξεψειριστεί | |||
α' πληθ. | ξεψειριστήκαμε | θα ξεψειριστούμε | να ξεψειριστούμε | |||
β' πληθ. | ξεψειριστήκατε | θα ξεψειριστείτε | να ξεψειριστείτε | ξεψειριστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεψειρίστηκαν ξεψειριστήκαν(ε) |
θα ξεψειριστούν(ε) | να ξεψειριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεψειριστεί | είχα ξεψειριστεί | θα έχω ξεψειριστεί | να έχω ξεψειριστεί | ξεψειρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεψειριστεί | είχες ξεψειριστεί | θα έχεις ξεψειριστεί | να έχεις ξεψειριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεψειριστεί | είχε ξεψειριστεί | θα έχει ξεψειριστεί | να έχει ξεψειριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεψειριστεί | είχαμε ξεψειριστεί | θα έχουμε ξεψειριστεί | να έχουμε ξεψειριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεψειριστεί | είχατε ξεψειριστεί | θα έχετε ξεψειριστεί | να έχετε ξεψειριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεψειριστεί | είχαν ξεψειριστεί | θα έχουν ξεψειριστεί | να έχουν ξεψειριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεψειρισμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεψειρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεψειρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεψειρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεψειρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεψειρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεψειρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεψειρισμένοι |