ξιδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξιδιάζω < ξίδι

Ρήμα[επεξεργασία]

ξιδιάζω

  1. προσθέτω ξίδι
  2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, αποκτώ ξινή γεύση

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]