ξο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξο < χρυσό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξο ουδέτερο

  1. (ρουμελιώτικη διάλεκτος ή θεσσαλική διάλεκτος) χρυσό, με την έννοια του αγαπημένου ή αγαπητού
    Τι κάν'ς ξο μ'! Πώς είσι; (= Τι κάνεις χρυσό μου! Πώς είσαι;)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη αγαπητός