ξο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξο < χρυσό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξο ουδέτερο
- (ρουμελιώτικη διάλεκτος ή θεσσαλική διάλεκτος) χρυσό, με την έννοια του αγαπημένου ή αγαπητού
- Τι κάν'ς ξο μ'! Πώς είσι; (= Τι κάνεις χρυσό μου! Πώς είσαι;)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη αγαπητός