ξούτσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξούτσκος < χρυσούτσικος

Επίθετο[επεξεργασία]

ξούτσκος, -ια, -ο

  • (ρουμελιώτικη διάλεκτος ή θεσσαλική διάλεκτος) χρυσούτσικος, με την έννοια του μικρού αγαπημένου ή μικρού αγαπητού
    Του ξούτσκο μ', ιέπεσι κι χτύπ'σι. (= Το χρυσούτσικό μου, έπεσε και χτύπησε.)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη αγαπητός