ολισθήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ολισθήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολισθαίνω
- θα ολισθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολισθαίνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ολισθήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ολίσθηση