ολισθήσεις
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ολισθήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολισθαίνω
- θα ολισθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολισθαίνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ολισθήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ολίσθηση