ομοιόμορφο αναγνωριστικό πόρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοιόμορφο αναγνωριστικό πόρων < → δείτε τις λέξεις ομοιόμορφος, αναγνωριστικό και πόρος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uniform resource identifier

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ομοιόμορφο αναγνωριστικό πόρων}}

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]