ομοιόμορφος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοιόμορφος < ελληνιστική κοινή ὁμοιόμορφος < αρχαία ελληνική ὅμοιος + μορφή
Επίθετο
[επεξεργασία]ομοιόμορφος, -η, -ο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανομοιόμορφα
- ανομοιομορφία
- ανομοιόμορφος
- ανομοιομόρφως
- ομοιόμορφα
- ομοιομορφία
- ομοιομόρφως
- → δείτε τις λέξεις όμοιος και μορφή
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομοιόμορφος